- διαστέλλομαι
- διαστέλλομαι, (διεστάλη - διεστάλησαν), διεσταλμένος βλ. πίν. 91
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
διαστέλλομαι — διαστέλλω put asunder pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναστομώνω — (Α ἀναστομῶ, όω) ανοίγω τρύπα, διανοίγω, διευρύνω άνοιγμα νεοελλ. 1. ακονίζω, τροχίζω 2. (για μέταλλα) ξαναβάφω 3. λειαίνω σωλήνα εσωτερικά 4. ιατρ. διενεργώ αναστόμωση 5. μέσ. αναστομώνομαι ανατ. συνενώνομαι, συμβάλλω αρχ. μέσ. 1. ανοίγομαι,… … Dictionary of Greek
διαναγκάζω — (Α) 1. ασκώ πίεση ή εφαρμόζω βία, εξαναγκάζω 2. (για εξαρθρωμένα μέλη) επαναφέρω στη θέση τους, ενεργώ ανάταξη 3. παθ. διαναγκάζομαι διαστέλλομαι … Dictionary of Greek
πλατύνω — ΝΜΑ, πλαταίνω Ν [πλατύς] καθιστώ κάτι πλατύ ή πλατύτερο το επεκτείνω κατά πλάτος, φαρδαίνω (α. «πλαταίνουν τον δρόμο» β. «πλατύνουσι γὰρ τὰ φυλακτήρια αὐτῶν», ΚΔ) νεοελλ. 1. (αμτβ.) γίνομαι πλατύς ή πλατύτερος απ ὁ,τι ήμουν, ευρύνομαι,… … Dictionary of Greek
προσεπιδιίσταμαι — Α (για σφυγμό) είμαι ή γίνομαι ακόμη πιο αραιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐπιδιίσταμαι (για σφυγμό): «διαστέλλομαι για δεύτερη φορά»] … Dictionary of Greek
σκίδνημι — Α (δ. τ. τού σκεδάννυμι) 1. διασκορπίζω 2. μέσ. σκίδναμαι α) (για συγκεντρωμένο πλήθος) διασκορπίζομαι, διαλύομαι («σκίδνασθ ἐπὶ ἔργα ἕκαστος», Ομ. Ιλ.) β) (για οσμή) διαχέομαι, διαδίδομαι («εὐωδία ἐκ πηγῆς σκιδναμένη», Πλούτ.) γ) (για την κόρη… … Dictionary of Greek
συνδιαστέλλω — ΜΑ διαστέλλω, αντιδιαστέλλω κάτι ταυτόχρονα με κάτι άλλο («ἵνα μετὰ τῆς ποιότητος τοῡ χαρακτῆρος συνδιαστείλῃ τὸ γένος», Απολλ. Δύσκ.) αρχ. παθ. συνδιαστέλλομαι (για τους πνεύμονες και το στήθος) διαστέλλομαι, φουσκώνω ταυτόχρονα. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek